αστάθμητος

αστάθμητος
-η, -ο (AM ἀστάθμητος, -ον) [σταθμώ]
1. ο αζύγιστος
2. ο αβαρής
3. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)
4. ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. ο κινητός, ο άστατος
2. ο αβέβαιος, ο ευμετάβολος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστάθμητον
η αβεβαιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀστάθμητος — unsteady masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστάθμητος — η, ο άδηλος, αβέβαιος, αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί από πρωτύτερα: Αστάθμητοι παράγοντες ανατρέψανε την πορεία των γεγονότων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσταθμητότερον — ἀστάθμητος unsteady adverbial comp ἀστάθμητος unsteady masc acc comp sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότατον — ἀστάθμητος unsteady masc acc superl sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμήτως — ἀστάθμητος unsteady adverbial ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάθμητον — ἀστάθμητος unsteady masc/fem acc sg ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητοτάτῳ — ἀστάθμητος unsteady masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότερα — ἀστάθμητος unsteady neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμητότεροι — ἀστάθμητος unsteady masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθμήτοις — ἀστάθμητος unsteady masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”